-
1 ἱππ-αγωγός
ἱππ-αγωγός, Pferde führend, bes. von Schiffen, die zum Transport der Pferde bestimmt sind, Her. 6, 48. 95 Thuc. 2, 56. 4, 42 Dem. Phil. 1, 16 u. A. Substant. αἱ ἱππ., Ar. Equ. 599; Luc. nav. 32.
-
2 ἱππ-ηλάτης
ἱππ-ηλάτης, ὁ, der Rossetreiber, Rosselenker, Reiter; πᾶς γὰρ ἱππ. καὶ πεδοστιβὴς λεώς Aesch. Pers. 124; Eur. Rhes. 117.
-
3 ἱππ-ήλατος
ἱππ-ήλατος, = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.
-
4 ἱππ-ῑατρεία
ἱππ-ῑατρεία u. ἱππ-ῑατρία, ἡ, Pferdearzneikunst; – ίππιατρικός, sie betreffend, Sp.
-
5 ίππ-ωνεία
ίππ-ωνεία, ἡ, Pferdekauf, Xen. Hipp. 1, 12.
-
6 ίππ-αγρέται
ίππ-αγρέται, οἱ, drei Anführer der berittenen Leibwache der spartanischen Könige im Kriege, die aus 300 Epheben bestand, Xen. Hell. 3, 3, 9 Lac. 4, 3; Archyt. Stob. fl. 43, 134.
-
7 ἱππ-ωνέω
ἱππ-ωνέω, Pferde kaufen, Xen. Hipp. 1, 14.
-
8 ἱππ-ωνία
-
9 ἱππ-αρχικός
ἱππ-αρχικός, ή, όν, den ἵππαρχος betreffend, zum Reiterbefehlshaber geschickt, Titel eines Buches des Xen., wo er 5, 1 z. B. sagt ἱππαρχικὸν δὲ καὶ χωρία γινώσκειν, zu einem guten Hipparchen gehört auch u. s. w.
-
10 ἱππ-αρχέω
ἱππ-αρχέω, ein Reiterbefehlshaber sein, Her. 9, 20. 60; ἱππαρχηκώς Din. 3, 12; τῶν ἱππέων Dem. 21, 164. Das pass., unter den Hipparchen stehen, hat Arist. pol. 3, 4.
-
11 ἱππ-αρχία
-
12 ἱππ-αρμοστής
ἱππ-αρμοστής, ὁ, bei den Lacedämoniern Befehlshaber der Reiterei, Xen. Hell. 4, 4, 10. 5, 12.
-
13 ἱππ-εραστής
ἱππ-εραστής, ὁ, der Pferdeliebhaber, Ael. H. A. 2, 28.
-
14 ἱππ-ελάτειρα
ἱππ-ελάτειρα, ἡ, tem. zum Folgdn, Orph. 31, 12.
-
15 ἱππ-ελάτης
ἱππ-ελάτης, ὁ, Rossetreiber, Reiter, Opp. C. 1, 95. S. ἱππηλάτης.
-
16 ἱππ-αιχμία
ἱππ-αιχμία, ἡ, Kampf zu Pferde, Schol. Pind. N. 1, 17.
-
17 ἱππ-ακοντιστής
ἱππ-ακοντιστής, ὁ, Lanzenritter, Poll. 1, 131, Arr. Tact.
-
18 ἱππ-αλεκτρυών
ἱππ-αλεκτρυών, όνος, ὁ, Roßhahn, ein Fabelthier auf persischen Teppichen, Ar. Ran. 937 aus Aesch. (vgl. Schol.), Av. 800 Pax 1177.
-
19 ἱππ-ουρεύς
ἱππ-ουρεύς, ὁ, ein Meerfisch, Ath. VII, 304 c, = ἵππουρος.
-
20 ἱππ-ούραιον
ἱππ-ούραιον, τό, = ἵππουρις, bei Arat. 438 der Pferdeschweif.
См. также в других словарях:
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
νόμιος — Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες. * * * (I) νόμιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός 2. (το αρσ.)… … Dictionary of Greek
τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ … Dictionary of Greek
Ιπποκράτωρ — Ἱπποκράτωρ, ορος, ὁ (Α) ο αστερισμός τού Κενταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. κοσμο κράτωρ, τριαινο κράτωρ] … Dictionary of Greek
Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… … Dictionary of Greek
ίππαγρος — ἵππαγρος, ὁ (Α) άγριος ίππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό αγρος, σύ αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος] … Dictionary of Greek
ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] … Dictionary of Greek