Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ἱππ

См. также в других словарях:

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • νόμιος — Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες. * * * (I) νόμιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός 2. (το αρσ.)… …   Dictionary of Greek

  • τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Ιπποκράτωρ — Ἱπποκράτωρ, ορος, ὁ (Α) ο αστερισμός τού Κενταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. κοσμο κράτωρ, τριαινο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… …   Dictionary of Greek

  • ίππαγρος — ἵππαγρος, ὁ (Α) άγριος ίππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό αγρος, σύ αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος] …   Dictionary of Greek

  • ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»